πειραϊκός

πειραϊκός
(I)
-ή, -ό / πειραϊκός, -ή, -όν, ΝΑ [Πειραιάς]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πειραιά (α. «Πειραϊκός Σύνδεσμος» β. «Σύλλας τὸ μεταξὺ τῆς Πειραϊκῆς πύλης καὶ τῆς ἱερᾱς κατασκάψας», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που προέρχεται από τον Πειραιά
2. φρ. α) «Πειραϊκή Χερσόνησος» — μικρή χερσόνησος που σχηματίζεται από προβολή τής Αττικής ανάμεσα στο λιμάνι τού Πειραιά και στον φαληρικό όρμο
β) «Πειραϊκή ακτή» — η περιοχή τής Πειραϊκής Χερσονήσου προς τον Σαρωνικό και ιδίως τής περιφερειακής λεωφόρου της.
————————
(II)
-ή, -όν, Α
ο πέρα των ορίων, ο κατά τα σύνορα («τὴν γῆν τὴν Πειραϊκὴν καλουμένην ἐδῄωσαν» — ελεηλάτησαν τη χώρα που βρίσκεται κατά τα σύνορα, Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεῖραρ, βλ. λ. πέρας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Πειραικός — Πειραϊκός , Πειραιεύς from P. masc nom sg Πειραικός from P. masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειραικός — πειραϊκός , πειραικός from P. masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειραϊκός — ή, ό βλ. πειραιώτικος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πειραικῶν — Πειραϊκῶν , Πειραιεύς from P. fem gen pl Πειραϊκῶν , Πειραιεύς from P. masc/neut gen pl Πειραικός from P. fem gen pl Πειραικός from P. masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειραικῶν — πειραϊκῶν , πειραικός from P. fem gen pl πειραϊκῶν , πειραικός from P. masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Championnat de Grèce de football — Infobox compétition sportive Superleague Elláda Σούπερ Λίγκα Ελλάδα Généralités Création 1927 Autre(s) nom(s) Championn …   Wikipédia en Français

  • πειραιώτικος — η, ο [Πειραιώτης] πειραϊκός, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πειραιά ή αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τον Πειραιά …   Dictionary of Greek

  • ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Μαρής, Δημήτριος — (Ταϊγάνι, Ρωσία 1905 – Αθήνα 1964). Πιανίστας και συνθέτης. Σπούδασε πιάνο και σύνθεση στο ωδείο του Κιέβου και εργάστηκε για μερικά χρόνια ως βοηθός αρχιμουσικού στην εκεί Όπερα. Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε οριστικά το 1925, για να διοριστεί λίγα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”